- ἐπικλίσεις
- ἐπίκλισιςslopefem nom/voc pl (attic epic)ἐπίκλισιςslopefem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλασματώδης — ῶδες, Α [πλάσμα, ατος] 1. πλαστός, μυθώδης, ψεύτικος 2. προσποιητός, υποκριτικός («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek
ευστατικές κινήσεις — Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek